λύδιος

λύδιος
-α, -ο (AM λύδιος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) [Λυδός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα τής Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία
ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που κατάγεται από τη Λυδία
3. φρ. α) «λυδία λίθος» ή απλώς «λυδία» — βλ. λίθος
β) «λύδιος τρόπος» ή «λύδιον είδος» ή «λύδιον μέλος» ή «λύδιος αρμονία» — ένας από τους 15 τρόπους τής αρχαίας ελληνικής μουσικής ο οποίος εισήχθη από τη Λυδία
μσν.
φρ. «λύδιος τρόπος» — ο πέμπτος εκκλησιαστικός τρόπος τού γρηγοριανού άσματος τής Δυτικής Εκκλησίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) επίκληση τού Διός, τού Βάκχου και τού Άττυος
2. παροιμ. «παρὰ τὸ Λύδιον ἅρμα θέω» — μένω πολύ πίσω, καθυστερώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λύδιος — of Lydia masc nom sg Λύδιος of Lydia masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της …   Dictionary of Greek

  • Λύδιον — Λύδιος of Lydia masc acc sg Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc sg Λύδιος of Lydia masc/fem acc sg Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίων — Λύδιος of Lydia fem gen pl Λύδιος of Lydia masc/neut gen pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίοις — Λύδιος of Lydia masc/neut dat pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίοισι — Λύδιος of Lydia masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίου — Λύδιος of Lydia masc/neut gen sg Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen sg Λυδίης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίους — Λύδιος of Lydia masc acc pl Λύδιος of Lydia masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίῳ — Λύδιος of Lydia masc/neut dat sg Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύδια — Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λυδίης masc voc sg Λυδίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”